- πυραυλοκίνηση
- roketle hareket
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
πυραυλοκίνητος — η, ο αυτός που κινείται με πύραυλο. Ουσ. πυραυλοκίνηση, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)